όχεντρα

όχεντρα
η
1. οχιά, φίδι φαρμακερό.
2. μτφ., γυναίκα κακή, κακόβουλη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • όχεντρα — Μικρό νησί στις ακτές της Μικράς Ασίας. Μαζί με το γειτονικό νησί Βόλος τα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες «Ξεναγόρου νήσους». Με την ίδια ονομασία υπάρχει μεγάλη ύφαλος κοντά στη Νάξο, που θεωρείται πολύ επικίνδυνη για τα πλοία των οποίων το πλήρωμα …   Dictionary of Greek

  • έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • λιόχεντρα — η οχιά, έχιδνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λιο (II)* + όχεντρα] …   Dictionary of Greek

  • Οφιδούσα — Όνομα διαφόρων μικρών νησιών. 1. Νησί στα δυτικά της Αστυπάλαιας, όπου σώζονται ερείπια αρχαίου οικισμού. 2. Νησί στη συστάδα των Κουφονησιών της Παροναξίας. Ονομάζεται και Φιδγιούσα. 3. Άλλη ονομασία του νησιού Φήμαινα των Φούρνων. 4. Νησί στη… …   Dictionary of Greek

  • οχιά — η έχιδνα, αλλ. όχεντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”